- κονδύλους
- κόνδυλοςknucklemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… … Dictionary of Greek
κονδυλοφόρος — και κοντυλοφόρος, ο 1. (για φυτά) αυτός που έχει κονδύλους, κονδυλόρριζος 2. το αρσ. ως ουσ. ο κονδυλοφόρος όργανο γραφής, καλάμι ειδικό για γράψιμο, κυρίως το ξύλινο ή μετάλλινο ή πλαστικό στέλεχος, στην άκρη τού οποίου προσαρμόζεται η γραφίδα.… … Dictionary of Greek
σαλέπι — (στα αραβικά σάχλεμπ). Ονομασία θερμαντικού πιοτού, αφεψήματος ή ροφήματος, που παρασκευάζεται από τους ξηρούς κόνδυλους (ρίζες) διάφορων ορχεοειδών φυτών. Οι κόνδυλοι αλέθονται και η σκόνη τους βράζεται με ζάχαρη ή με μέλι. Είναι μαλακτικό πιοτό … Dictionary of Greek
τάρο — το, Ν βοτ. α) το ποώδες φυτό Colocasia esculenta τού γένους κολοκασία, το οποίο καλλιεργείται στη νοτιοανατολική Ασία και στα νησιά τού Ειρηνικού για τους μεγάλους εδώδιμους αμυλούχους κονδύλους του β) ονομασία τών ειδών τού γένους αλοκάσια, που… … Dictionary of Greek
αντιγόνο — (antigonum). Γένος αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των πολυγονιδών, ιθαγενές του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις και λείους λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα τους έχουν σχήμα καρδιάς ή αιχμής βέλους. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek
δικόνδυλος — δικόνδυλος, ον (Α) (για τα δάχτυλα) αυτός που έχει δύο κονδύλους, κλειδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόνδυλος «κλείδωση»] … Dictionary of Greek
επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… … Dictionary of Greek
καρκίνωση — Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση… … Dictionary of Greek
κονδυλόρριζος — η, ο (για φυτά) αυτός που έχει κονδυλώδεις, εξογκωμένες ρίζες, αυτός που έχει κονδύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος + (ρ)ριζος (< ρίζα), πρβλ. κεφαλό ρριζος, σαρκό ρριζος. Η λ., στον λόγιο τ. ουδ. κονδυλόῤῥιζον, μαρτυρείται από το 1887 στον… … Dictionary of Greek
κουνάβι — Κοινή ονομασία ειδών του γένους Martes της οικογένειας των μουστελιδών. Πρόκειται για σαρκοφάγα θηλαστικά, με σώμα μήκους 70 εκ., από τα οποία περίπου τα 25 καταλαμβάνει η ουρά. Το κ. έχει μυτερό κεφάλι, φέρει μικρά τριγωνικά αφτιά και ζωηρά… … Dictionary of Greek